Ο σινεμάς ήταν για μας, είδος πολυτελείας
κι αν τζάμπα τρύπωνε κανείς, πάτσα Καντζιαρουλίας. Ένα μεγάλο γεγονός, ήτανε τα παγκίρια κουτσά γκατζιόλια μάζωναν, τζιαμπάζδις στα τσιαΐρια κι ζουρνατζίδης είχανη, για τριήμερον γκιλίρια. Ο Στάμος και ο Μόδιστης, πουλούσαν δαμαλούδης και ο κωφάλαλος Μουτιός, μι του καλάθ σπαθούδης. Ο Τσιαγκάνης με τη γκάιντα, έπαιζε ίδιο χαβά κι ο Τιτέλης στο παζάρι, πλούση τον τσιρλουχαλβά. Ντιουντιούκης κι μαλί τς γριάς, πουλούσε ο Τζιαντός γκαζόζια, σπόρια μπάλκαμπα, ο Γιώργης ο Γκαβός. Το τάληρο του Μεταξά, τ’ απείκαζη κι τ’νύχτα μόνο που του πασπάτηβη, κι τόπηζη μη τ’χούφτα. Κουρνουφουλιώτ μπαχτσιαβαναίοι, πουλούσαν τις ντουμάτης παστέλια κι ζιαπκούδια, ο δάσκαλης ο Σταμάτης. Από το Λάκη Φουκαρέ, δεν πήγαινες για ψώνια με την τζουμάκα κόσιαζη, επίδοξα κλεφτρόνια. Ο Γενικός συμπέθηρους, σπάνια πηρπατούση μα έβγαζη για απόσυρση, τ’φουράδα που αποκτούση. Του μουλαρούδ παζάρευη Θανάσης Νταλαβέρας κι ούλου κι θα πισμάνηβη, δε θ’άφθανε εις πέρας. Ο Κικιμόκους σβάρνιζη, σκιουμπούδης κι καγκάλια κι όταν σαλντούσανε τα σκλια, έχανε τα πασκάλια. Τη μέρα των Ταξιαρχών, γύρναγαν τα σοκάκια ο Κικιμόκους κι ο Μουκλής, τα δύο κασαπάκια. Μα πιο πολύ αναπολώ, κι του ξικλάδου τον καιρό με δέκα φούσκες έπαιρνα, απ’το Μαγκίτσα παγωτό. Όλο το σόι στο γιαρντ’μ, ερχόταν για μια μέρα μα ανακατώνοντας φουσκιά, που καθαρό αέρα!!! Λίστα Μουσίκα είχαμη, κι μι του τιφτιρούδ νυχθημερόν παράκληση, ν’αξήν του μουσχαρούδ. |
Μία αξέχαστη μορφή, μέγας εργατολόγος
ήτανε και ο Σάλταρας, ο άοκνος ο Γιώργος. Ελαστικό ωράριο, τηρούσε ευλαβικά από τις δώδεκα μισή, πλώρη για τα προσφυγικά. Αηδόνου μι του Θόδωρη, ζούσαν μι του ουμούτ ο Γιώργης ο κουβαλητής, να φέρει του γιουρτ. Άνθρωπος πολυτάλαντος, της ξακουστής μας πόλης ο Βλασακούδης ήτανε, ο διάσημος Αποστόλης. Τουν πάππου Γιαν μπουζούριαση, μη ψεύτικου κουμπούρ κι μητς κακμάδης έφτασαν, ως του κουμαντατούρ. Συντεταγμένες ήτανε, βορειοντιρισμάκι σπανίως κουμπαρντούση, απ’τ’ Νεόφυτου τ’ αυλάκι. Ρόλους πολλούς μας έπαιξε, από διάφορα πόστα μα τον γιατρό τον έκανε, μόνο στον Απουκώστα που καρικλούδια έφκιανη, με κάθε λεπτομέρεια μέτρα στου σπιτ θα σ’έπηρνη, για κώλου κι περιφέρεια. Και στο σχολιασμό, για την γλυκιά πατρίδα καιρός είναι να θίξουμε, τη ντόπια εφημερίδα. Καλύτερα να χπούση, Μουτσάρας την καμπάνα παρά τα μυστικά σου, να άκουη η Σουλτάνα. Ποια χώρση, ποια ακούσκη, ποια δάρθκη μη την πηθηρά απ’του Καντάρ θα μαθηφτεί, ως τη γηλαδαρά. Αλίμονο αν φώναζες, έπρεπε να κρυφτείς "Τιάνια, Μουλιάκης έρχεται, για να τον παντρευτείς". "Μάνα σ’ πουτάνα ήτανε, κι συ μεγάλο στχειό σ’έχει απ’ έναν Βούργαρ, ξέρ' όλου του χουριό". Απ’τα γηλάδια, τις βουϊνιές, κι από τα κατσαμπούκια καιρός ήταν να μπλέξουμε, και με τα φεϊσμπούκ(ια). |
Μετά τα κατσαμπούκια ήρθαν τα φεϊσμπούκ(ια)!